Πίσω στις ιστορίες

Το μουσικό όργανο γκάιντα

Το μουσικό όργανο γκάιντα

Η γκάιντα είναι ένα είδος άσκαυλου, δηλαδή παραδοσιακού πνευστού μουσικού οργάνου. Το όργανο αυτό είναι διαδεδομένο σε όλη την Ευρώπη, τη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Aποτελείται από τον ασκό, το επιστόμιο και το τμήμα παραγωγής ήχου, το οποίο περιλαμβάνει δύο ξεχωριστούς γλωττιδόφωνους αυλούς. Ο ένας, κοντός με τρύπες, παράγει τη μελωδία, ενώ ο άλλος, μακρύς χωρίς οπές, παράγει ένα συνεχές φθόγγο. 


Ο ασκός είναι ένας αεροστεγής σάκος από δέρμα προβάτου ή κατσίκας, ο οποίος παρέχει αέρα στους αυλούς. Όταν ο ασκός συμπιέζεται με το χέρι του παίκτη, ο αέρας περνάει μέσα από τους αυλούς, δημιουργώντας ήχο. Στις διαφορετικές περιοχές χρησιμοποιούνται διαφορετικές τεχνικές επεξεργασίας του δέρματος, από απλές μεθόδους με αλάτι έως πιο περίπλοκες με γάλα και αλεύρι. Στη Μακεδονία, το δέρμα επεξεργάζεται ώστε η γούνα να βρίσκεται στο εσωτερικό του σάκου, διατηρώντας το υγρό και μαλακό. Το επιστόμιο, επίσης γνωστό ως φυσούνα ή φερέκι, είναι ένας ξύλινος κωνικός σωλήνας από τον οποίο ο γκαϊτατζής φυσά για να γεμίσει τον ασκό με αέρα. 


Οι γκάιντες διαφέρουν ανά περιοχή, με τη θρακιώτικη γκάιντα του βόρειου Έβρου, τη γκάιντα της Δράμας και τη γκάιντα των Πιερίων να είναι μερικές από τις κύριες παραλλαγές. Από τον Πόντο προέρχεται το τουλούμ(ι) ή αγγείο, ενώ στις Κυκλάδες συναντάμε την τσαμπούνα και στην Κρήτη την ασκομαντούρα. 


Εικονιζόμενη φωτογραφία: Γάμος στο Καλοχώρι Θεσσαλονίκης, με οργανοπαίκτη γκάιντας και παραδοσιακό χορό, 20ος αιώνας. ©Λαογραφικός Σύλλογος Καλοχωριτών Ανατολικής και Βόρειας Θράκης "Κασκάρκα".